Набивать карман
Набивать карман
[nabivat` karman]
- Γεμίζω την τσέπη
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: κλέβω, ιδιοποιούμαι τα πράγματα άλλων, γίνομαι πλούσιος.