Оставить в покое
Оставить в покое
[ostavit` v pokoe]
- Αφήνω στην ησυχία
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: αφήνω κάποιον να ξεκουραστεί, δεν αγγίζω, δεν ενοχλώ, δεν εμποδίζω, δεν αράζω.