|
![]() ![]() Παραδείγματα χρήσης
видеть сон
[videt' son] - βλέπω το όνειρο
Доброта - это то, что может услышать глухой и увидеть слепой.
[dabrata - ehto to, chto mozhet uslyshat` glukhoj i uvidet` sl`epoj.] - Η καλοσύνη είναι κάτι, το οποίο μπορεί να ακούσει ο κουφός και να το δεί ο τυφλός.
Рад тебя видеть!
[Rad tibyà vìdit'] - Χαίρομαι που σε βλέπω!
Εσείς μπορείτε να βρείτε σχολεία ρωσικής γλώσσας και δασκάλους: |