Перебегать дорогу
Перебегать дорогу
[perebegat` dorogu]
- Διασχίζω το δρόμο
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: παραβαίνω τα σχέδια κάποιου, αναχαιτίζω κάτι, αποτελώ εμπόδιο για κάποιον, δημιουργώ τις δυσκολίες και τα εμπόδια για κάποιον.