Перемывать косточки
Перемывать косточки
[peremyvat` kostochki]
- Πλύνω τα όστα κάποιου
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: συζητώ κάποιον, κάνω κουτσομπολιό, κακολογώ για κάποιον.