Принимать меры
Принимать меры
[prinimat` mery]
- Παίρνω μέτρα
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: επιδρώ, επηρεάζω, πραγματοποιώ κάποιες δράσεις για να πετυχαίνω κάτι.