Проскакивать между пальцами
Проскакивать между пальцами
[proskakivat` mezhdu pal`tsami]
- Προσπερνάει κάτι ανάμεσα στα δάχτυλά
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: ξεφεύγω κατώ από τη μύτη, φεύγω τρέχοντας, φεύγω έξω από τα χέρια, εξαφανίζομαι απαρατήρητα.