Смешивать с грязью
Смешивать с грязью
[smeshivat` s gryaz`yu]
- Ανακατεύω με τη βρωμιά
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: εξευτελίζω κάποιον, προσβάλλω, χαλάω την φήμη κάποιου.