Упускать из виду
Упускать из виду
[upuskat` iz vidu]
- Χάνω από τα μάτια μου
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: χάνω κάποιον ή κάτι έξω από τα μάτια, για κάποιο χρονικό διάστημα δεν παίρνω νέα για τον άνθρωπο ή το γεγονός