Брать слово
Брать слово
[brat` slovo]
- Παίρνω το λόγο κάποιου
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: 1) κάνω κάποιον να υπόσχεται κάτι 2) με τη δική μου πρωτοβουλία λέω την ομιλία στη συνεδρίαση.