Ворошить прошлое
Ворошить прошлое
[voroshit` proshloe]
- Πειράζω το παρελθόν
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: ξαναφέρνω στη μνήμη τα δυσάρεστα γεγονότα, παράλογα ενθυμούμαι το παρελθόν, το οποίο δε μπορείς να αλλάξεις πιά.