Впадать в немилость
Впадать в немилость
[vpadat` v nemilost`]
- Πέφτω στη δυσμένεια
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: χάνω την καλή στάση κάποιον προς εμένα, χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου άνθρωπου.