Входить в курс дела
Входить в курс дела
[vkhodit` v kurs dela]
- Μπαίνω στην πορεία
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: ενημερώνομαι με κάτι, γνωρίζω κάτι πολύ καλά.