Затыкать рот
Затыкать рот
[zatykat` rot]
- Κλείνω το στώμα κάποιου
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: δεν αφήνω κάποιον να μιλάει, κάνω κάποιον να σωπαίνει.