Одним махом
Одним махом
[odnim makhom]
- Μονομιάς
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: με μιά φορά, γρήγορα, αμέσως. Κάνω κάτι μονομιάς, δηλαδή γρήγορα και από την πρώτη φορά.