Τι σημαίνει το ρήμα "давай" (έλα) στην ομιλούμενη ρωσική γλώσσα;
Σίγουρα εσείς είχατε ακούσει τις φράσεις: "Ну ладно, давай, пока!" (Αντε, γεια σου!) είτε "Пойдём в кино? - Давай" (Θα πάμε σινεμά; - Εντάξει). Εμείς, οι ρώσοι, λατρεύουμε να χρησιμοποιούμαι αυτήν την λέξη στον λόγο μας. Τι σημαίνει το ρήμα "давай" ("давать") στην ομιλούμενη ρωσική γλώσσα;
Αμέσως θα πω, ότι το ρήμα αυτό έχει μερικές έννοιες. Ποιά ακριβώς απ`αυτές χρησιμοποιείται συνήθως γίνεται κατανοητό από την κατάσταση.
1. Давать = дать (δίνω). Давать другу книгу (ручку, тетрадь). - Δίνω το βιβλίο (το στυλό, το τετράδιο) στον φίλο.
2. Давать = опубликовывать (δημοσιεύω). Давать объявление в газету (о продаже машины, например). - Δημοσιεύω την αγγελία στην εφημερίδα (για την πώληση του αυτοκινήτου, για παράδειγμα).
3. Давать = разрешать (αφήνω) (και στην κυριολεκτική και στη μεταφορική έννοια). Мама не давала ребёнку играть со спичками (прямое значение). Погода неделю не давала нам пойти погулять (переносное значение). - Η μαμά δεν άφηνε το παιδί να παίζει με τα σπίρτα (η κυριολεκτική έννοια). Όλη την εβδομάδα ο καιρός δε μας άφηνε να πάμε βόλτα (η μεταφορική έννοια).
4. Давать = начать делать (αρχίζω να κάνω). Ребенок увидел маму и давай смеяться (начал смеяться). - Το παιδί είδε τη μαμά και άρχισε να κλαίει. Κοιτάξτε με την προσοχή τη μορφή του ρήματος! Σε αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται μόνο η Προστακτική του (давай)!
5. Давать = делать/сделать что-то, чего не ожидали другие (κάνω/έκανα κάτι, το οποίο οι άλλοι δεν περίμεναν να κάνεις). Пол выучил русский язык за полгода. - Ну он даёт! - Ο Πολ έμαθε ρωσικά σε μισό χρόνο.- Αντε ρε, μπράβο του!
6. Давать = предлагать помощь (προτίνω τη βοήθεια). Давай я помогу тебе перевести этот текст. - Έλα να σου βοηθήσω να μεταφράσεις αυτό το κείμενο. Κοιτάξτε με την προσοχή την μορφή του ρήματος! Σε αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται μόνο η Προστακτική του (давай)!
7. Давать = оценивать возраст человека (κάνω εκτίμηση της ηλικίας ενός ανθρώπου). Ей уже пятьдесят, но никто не даёт ей больше сорока. - Αυτή είναι ήδη πενήντα, αλλά κανείς δεν της δινει παραπάνω από σαράντα.
8. Давать = говорить о своих требованиях (λέω για τις απαιτήσεις μου). Даёшь (даёте) честные выборы! - Απαιτώ τις δίκαιες εκλογές! Προσοχή παρακαλώ στη μορφή του ρήματος! Σ`αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται μόνο το ρήμα στο δεύτερο πρόσωπο (даёшь, даёте)!
9. Давай = согласие (συγκατάθεση). Пойдем в кино? - Давай. -Πάμε στο σινεμά; - Άμε. Κοιτάξτε με την προσοχή την μορφή του ρήματος! Σε αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται μόνο η Προστακτική του (давай)!
10. Давай = знак того, что пора заканчивать разговор (например, по телефону) (η ένδειξη, ότι είναι η ώρα να τελειώνουμε την ομιλία (στο τηλέφωνο, για παράδειγμα)). Хорошо, я понял, давай. = Хорошо, я понял и хочу закончить разговор. - Καλά, κατάλαβα, αντε.=Καλά, εγώ κατάλαβα και θέλω να τελειώσω την κουβέντα.
Πώς κλίνεται το ρήμα "давать"? Αυτό είναι το ατελές ρήμα, έχει τον ενεστότα, παρελθόν και μέλλον.
Ο ενεστότας: я даю, ты даёшь, он (она, оно) даёт, мы даём, вы даёте, они дают. (εγώ δίνω, εσύ δίνεις, αυτός, αυτή αυτό δίνει, εμείς δίνουμε, εσείς δίνετε, αυτοί δίνουν)
Παρελθόν: он давал, она давала, оно давало, они давали. (αυτός έδωσε, αυτή έδωσε, αυτό έδωσε, αυτοί έδωσαν)
Μέλλον: я буду давать, ты будешь давать, он (она, оно) будет давать, мы будем давать, вы будете давать, они будут давать. (εγώ θα δώσω, εσύ θα δώσεις, αυτός, αυτή, αυτό θα δώσει, εμείς θα δώσουμε, εσείς θα δώσετε, αυτοί θα δώσουν)