Στη ρωσική γραμματική τα περισσότερα ρήματα συνδυάζονται στα ζευγάρια κατά είδος: выбирать (διαλέγω) – выбрать (να διαλέξω); договариваться (συμφωνώ) – договориться (να συμφωνήσω); верить (πιστεύω) – поверить (να πιστέψω) κλπ.
Στα ζευγάρια κατά είδος συνδυάζονται τα άτελη ρήματα (НСВ) και τα ρήματα τελειωμένου είδους (СВ), τα οποία στην ουσία τους ορίζουν ακριβώς την ίδια πράξη. Για παράδειγμα, объявлять (δηλώνω) (НСВ) – объявить (να δηλώσω) (СВ); думать (σκέφτομαι) (НСВ) – подумать (να σκεφτώ) (СВ), читать (διαβάζω) (НСВ) – прочитать (να διαβάσω) (СВ).
Όμως μαζί με τα ζευγάρια των ρημάτων στην ρωσική ομιλία πολύ συχνά χρησιμοποιούνται τα άτελη ρήματα ενός είδους. Τις πράξεις, τις οποίες είναι αδύνατον να τις υποβάλουμε τη στιγμή της εμφάνισης και της ολοκλήρωσης τους, πάντα υποβάλλονται σαν απεριόριστα και υποδηλώνονται με τα άτελη ρήματα.
- Что вы можете сказать о новом сотруднике? (Τί μπορείτε να πείτε για τον καινούργιο μας συνεργάτη;) - По-моему, он отличается сообразительностью. (Κατά τη γνώμη μου, αυτός έχει την εξυπνάδα.) - Но почему тогда он до сих пор не стал начальником отдела? (Αλλά γιατί όμως τότε αυτός δεν έγινε ακόμη ο επικεφαλής του τμήματος;) - Скорее всего, он не карьерист и не обладает лидерскими качествами. (Το πιό πισανό, αυτός δεν είναι καριερίστας και δεν έχει τις ηγετικές ικανότητες.)
Τα ρήματα отличаться (διαφέρω) (чем? (με τι;)), обладать (έχω) (кем? чем? (με ποιόν; με τι;)) δεν ανήκουν στο τελειωμένο είδος, αφού σημαίνουν τις πράξεις και τις καταστάσεις, οι οποίοι δεν έχουν αρχική στιγμή της προέλευσης και δεν στοχεύουν να πλησιάσουν στο τέλος και στο αποτέλεσμα.
Τα άτελη ρήματα ενός είδους μπορούμε να τα χωρίσουμε στις ακόλουθες ομάδες:
а) τα ρήματα, τα οποία ενεργούν ως συνδετικό υλικό με το κατηγορούμενο: этот фильм считается одним из лучших (η ταινία αυτή θεωρείται να είναι μία από τις καλύτερες); почему 14 февраля называется «днем всех влюбленных»? (γιατί 14 Φευρουαρίου ονομάζεται «η μέρα των ερωτευμένων»);
б) τα ρήματα, τα οποία μεταφέρουν τις σχέσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου: отличаться (διαφέρω), обозначать (υποδηλώνω), относиться (αναφέρομαι), состоять (αποτελούμαι), зависеть (εξαρτιέμαι), хотеть (θέλω), участвовать (συμμετέχω) κλπ.
Για παράδειγμα: их машина отличается от вашей только цветом (το αυτοκίνητό τους διαφέρει από το δικό σας μόνο με το χρώμα); этот дорожный знак обозначает поворот направо (η πινακίδα αυτή υποδεικνύει να στρίψετε δεξιά); ваши успехи будут зависеть только от вас (οι επιτυχίες σας θα εξαρτιούνται μόνο από σας); это существительное относится к мужскому роду (αυτό το ουσιαστικό ανήκει στο αρσενικό γένος), она хочет познакомиться с ним (αυτή θέλει να κάνει γνωριμία μ`αυτόν); в конкурсе участвовали молодые певцы (οι νέοι τραγουδιστές συμμέτειχαν στο διαγωνισμό).
в) τα ρήματα των σκέψεων: рассуждать (ισχυρίζομαι), мыслить (σκέφτομαι), отрицать (αρνιέμαι), предвидеть (προβλέπω). Για παράδειγμα: надо уметь рассуждать здраво! (χρειάζεται να ξέρουμε πως να ισχυρίζόμαστε κάτι λογικά!) Предвидеть ситуацию – полезный навык. (Να προβλέψεις μια κατάσταση είναι μια χρήσιμη δεξιότητα.)
г) τα ρήματα με την έννοια των εξαρτημάτων: иметь (έχω), принадлежать (ανήκω), обладать (κατέχω). Για παράδειγμα: она обладает весьма незаурядной внешностью. (Αυτή έχει αρκετά ασυνήθιστη εμφάνιση.) Этот дом принадлежит нашему другу. (Αυτό το σπίτι ανήκει στον φίλο μας).
д) τα ρήματα, τα οποία έχουν την κοινή έννοια «существовать» (υπάρχω): присутствовать (είμαι παρών), отсутствовать (είμαι απών).
е) τα ρήματα της θέσης στον χώρο: мужчина долго стоял у кафе и кого-то ждал (ο άντρας ήταν πολύ ώρα στον καφέ και περίμενε κάποιον); театр находится в центре города (το θέατρο βρίσκεται στον κέντρο της πόλης); в саду росли грушевые и вишневые деревья (στον κύπο ήταν αχλαδιές και κερασιές ); окна его дома выходили на север (τα παράθυρα του σπιτιού του έβγαιναν προς το Βορρά); на дороге лежала кем-то оброненная перчатка (στο δρόμο ήταν ένα γάντι, το οποίο έχασε κάποιος).
ж) τα ρήματα, τα οποία ορίζουν την ψυχική και φυσική κατάσταση, την σχέση του υποκειμένου σε κάτι /σε κάποιον: уважать (σέβομαι), дружить (κάνω παρέα), страдать (υποφέρω), голодать (λιμοκτόνο), выглядеть (είμαι στην εμφάνιση). Για παράδειγμα: Ирина всегда хорошо выглядит. (Η Ιρίνα πάντα είναι μια χαρά στην εμφάνιση.) Не надо унывать! (Δεν χρειάζεστε να απογοητεύεστε!)
з) τα ρήματα στην έννοια «быть долго чем-то занятым» (είμαι πολύ καιρό απασχολιμένος με κάτι). Σ`αυτά τα ρήματα ανήκουν: преподавать (διδάσκω), руководить (κυβερνώ), водить (οδηγώ), трудиться (εργάζομαι).