Музыка везде
музыка
[muzyka]
- μουσική
музыкант
[muzykant]
- μουσικός
музыкальный
[muzykal`nyj]
- μουσικός
Спорю, что он музыкант.
[spòryu, shto on muzykànt]
- Βάζω στοίχημα, ότι αυτός είναι μουσικός.
Мне нравится Ваш музыкальный вкус.
[mne nràvitsa vash muzykàl'nyj fkùs]
- Μου αρέσει το μουσικό Σας γούστο.