Рисовать
рисовать
[risavàt']
- ζωγραφίζω
Я рисую карандашом
[ya risùyu karandashòm]
- Εγώ ζωγραφίζω με το μολύβι
Ты рисуешь картины
[ty risùjesh' kartìny]
- Εσύ ζωγραφίζεις τις πίνακες
Он/она рисует
[on/onà risùjet]
- Αυτός/αυτή ζωγραφίζει
Мы рисуем
[my risùjem]
- Εμείς ζωγραφίζουμε
Вы рисуете
[vy risùjete]
- Εσείς ζωγραφίζετε
Они рисуют
[oni risùyut]
- Αυτοί ζωγραφίζουν