Дышать
дышать
[dyshat']
- αναπνέω
я дышу
[ya dyshù]
- εγώ αναπνέω
ты дышишь
[ty d`yshish']
- εσύ αναπνέεις
он/она дышит
[on/ona d`yshit]
- αυτός/αυτή αναπνέει
мы дышим
[my d`yshim]
- εμείς αναπνέουμε
вы дышите
[vy d`yshite]
- εσείς αναπνέετε
они дышат
[onì d`yshat]
- αυτοί αναπνέουν